πανεπήτριμος

πανεπήτριμος
-ον, Α
1. πυκνότατα υφασμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα
μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανεπήτριμα — πανεπήτριμος of very close texture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”